- προφέρει
- προφέρωbring beforepres ind mp 2nd sgπροφέρωbring beforepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… … Dictionary of Greek
ιωτακισμός — ὁ (AM ἰωτακισμός) νεοελλ. 1. το φωνολογικό φαινόμενο τής μεταγεν. και νεώτερης ελληνικής, κατά το οποίο εξομοιώθηκε η προφορά ορισμένων φωνηέντων και διφθόγγων τής αρχ. Ελληνικής (η [ē] υ [ū], ει [ĕi], ηι [ēi], οι [oi], υι [ui]) με την προφορά… … Dictionary of Greek
ρινισμός — ο (ιατρ.), διαταραχή της λαλιάς κατά την οποία ο άρρωστος αντί των φθόγγων β, λ, π, προφέρει τους φθόγγους μ, ν, προφέρει λ.χ. νύκος (αντί λύκος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
QUERCUS — Iovi olim sacra, magna apud Veteres in veneratione fit. Namque et ex ea, antiquissimus mortalium cibus: et inter illas Dodonae responsa: et sub illis Druidarum, qui veterum Celtarum Sapientes fuêre, praecipua sedes. Sed et alius eius apud Romanos … Hofmann J. Lexicon universale
άφωνος — η, ο (AM ἄφωνος, ον) 1. αυτός που δεν έχει φωνή, άλαλος 2. αυτός που δεν βγάζει φωνή, που σωπαίνει 3. γραμμ. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άφωνα τα κλειστά σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ … Dictionary of Greek
ένδυο — ἕνδυο, (Α) επίρρ. όσο χρόνο χρειάζεται για να προφέρει κανείς τα αριθμητικά εν δυο, πολύ γρήγορα … Dictionary of Greek
ανέξοιστος — ἀνέξοιστος, ον (Α) εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φανερώσει, άρρητος, απόρρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοιστός (< εκφέρω) «αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει, να προφέρει»] … Dictionary of Greek
απρόφερτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον προφέρει, να τον πει 2. αυτός που δεν λέγεται ή δεν έχει λεχθεί … Dictionary of Greek
αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… … Dictionary of Greek
γλωσσοπρόφερτος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί να προφέρει η γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Δούκα («γλωσσοπρόφερτα σύμφωνα»)] … Dictionary of Greek